- μελοδραματοποιός
- οο συνθέτης μελοδραμάτων ή συγγραφέας κειμένου μελοδράματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μελόδραμα + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Άγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελοδραματοποιώ — 1. είμαι συνθέτης μελοδραμάτων ή είμαι συγγραφέας κειμένου μελοδράματος 2. εκθέτω κάτι με μελοδραματικό τρόπο, υπερβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελοδραματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στο περ. Εβδομάς] … Dictionary of Greek